- επουράνιος
- -α, -ο (AM ἐπουράνιος, -ονΑ και -ος, -η και -α, -ον)1. αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, ουράνιος («ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος», ΚΔ)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επουράνιαουρανός («σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια»)3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι επουράνιοιοι θεοί («πάντοτε οι επουράνιοι μεγαλόθυμον γένος υπερασπίζουν», Κάλβ.)αρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπουράνιατα ουράνια φαινόμενα, τα μετέωρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουράνιος (< ουρανός)].
Dictionary of Greek. 2013.